-
1 υφίσταμαι
(αόρ. υπέστην) 1. μετ.1) находиться под воздействием (чего-л.); подвергаться (чему-л.), претерпевать; испытывать (что-л.);υφίσταμαι την επίδραση — испытывать воздействие, влияние;
υφίσταμαι την φλυαρίαν κάποιου — терпеть чью-л. болтовню;
υπέστη εξετάσεις ему устроили экзамен;πολλά ατυχήματα υπέστημεν нас постигли большие неудачи; 2) терпеть (убытки, голод, жажду); переносить, выносить (несчастья и т. п.) (по)нести (наказание, потери и т. п.); σεις θα υποστήτε τάς συνεπείας вы будете расплачиваться за последствия; 2. αμετ. 1) быть, существовать;αυτή η εταιρία δεν υφίσταται πλέον — эта компания больше не существует;
2) быть действительным, иметь силу;αυτός ο νόμος δεν υφίσταται πλέον — этот закон уже не действует, уже не имеет силы
См. также в других словарях:
Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… … Dictionary of Greek
Λιβερία — Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει στα Β με τη Σιέρα Λεόνε και τη Γουινέα, στα Α με την Ακτή του Ελεφαντοστού, ενώ στα Ν και στα Δ βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό.Η Λ. είναι ένα τεχνητό κράτος στη δυτική Αφρική, που δημιουργήθηκε τον 19ο αι … Dictionary of Greek
εταιρεία — (Νομ.). Σύμφωνα με τον ελληνικό Aστικό Kώδικα (Α.Κ.) είναι μια ιδιότυπη αμφοτεροβαρής σύμβαση, με την οποία δύο ή περισσότερα πρόσωπα αναλαμβάνουν μεταξύ τους την υποχρέωση να επιδιώξουν ένα κοινό σκοπό, καταβάλλοντας ίσες –αν δεν έχει οριστεί… … Dictionary of Greek
ηλεκτρισμός — Γενικός όρος που υποδηλώνει όλα εκείνα τα φυσικά φαινόμενα στα οποία παίρνουν μέρος ηλεκτρικά φορτία, είτε αυτά βρίσκονται σε ηρεμία είτε σε κίνηση. Για τον σκοπό της διατύπωσης των νόμων που διέπουν τα φαινόμενα αυτά και για ευκολία μελέτης,… … Dictionary of Greek
ίνα — Πρώτη ύλη της υφαντουργικής βιομηχανίας, η οποία αποτελείται από νηματοειδή υλικά, τεχνητά ή συνθετικά, που έχουν τα κατάλληλα χαρακτηριστικά μήκους, αντοχής και ελαστικότητας, για να είναι δυνατός o μετασχηματισμός τους σε νήματα (κλωστές) και… … Dictionary of Greek